-
1 слог
η συλλαβήчитать по - ам συλλαβίζω, διαβάζω συλλαβιστάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слог
-
2 падать
1. (сверху вниз, склоняться вниз низко опускаться) πέφτω 2. (уменьшаться, ослабевать, понижаться) πέφτ/ω, μειώνομαιкурс - ет (бирж., эк.) η τιμή (π.χ. του συναλλάγματος) - ειспрос - ет торг. - ει η ζήτησηтемпература - ет тех. - ει η θερμοκρασίαцены - ют эк. οι τιμές - ουν3. (об излучении, напр. света) προσπίπτω, πέφτω 4. (об ударении в словах) πέφτ/ωударение - ет на последний слог ο τόνος - ει στη λήγουσα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > падать
-
3 слог
слогм1. ἡ συλλαβή:последний \слог ἡ λήγουσα, ἡ τεχεϋταία συλλαβή· предпоследний \слог ἡ παραλήγουσα· читать по \слогам συλλαβίζω> διαβάζω συλλαβιστά·2. (стиль) τό ὕφος> τό στύλ. -
4 падать
ρ.δ.1. πέφτω•падать на змлю πέφτω στη γη•
падать с лошади πέφτω από το άλογο.
|| κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•-ет туман πέφτει ομίχλη•
выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•
зубк -ют τα δόντια πέφτουν•
ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.
|| επιρρίπτομαι•тень -ет πέφτει σκιά•
свет -ет πέφτει φως.
|| ρίχνομαι•падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
-на колени πέφτω στα γόνατα.
|| γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.2. ρίχνω•-ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.
3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•-ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.
4. μτφ. υποπίπτω•на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.
5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•
давление -ет η πίεση ελαττώνεται•
цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•
авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.
6. ξεπέφτω ηθικά.7. χάνω τη σημασία, την αξία•падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.
8. ψοφώ.9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).εκφρ.падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου.